Πρόλογος Guy Burgel

Προλογικό σημείωμα στο βιβλίο της Μάρης Λαυρεντιάδου, Να φεύγεις και να ριζώνεις, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2006.

Το βιβλίο της Μάρης Λαυρεντιάδου μας προσφέρει ένα καλό παράδειγμα της ακμαιότητας των κοινωνικών επιστημών στη σύγχρονη Ελλάδα. Πέρα από μεγάλες αναδομήσεις της ιστορίας και της πολιτικής φιλοσοφίας που γοήτευσαν τις προηγούμενες γενιές, οι πιο νέοι ερευνητές ενδιατρίβουν σήμερα με πάθος, μέσα από έρευνες πεδίου, σε τοπικές συναντήσεις με πληθυσμούς προς αποκάλυψη και αναδεικνύουν τη λογική και τις αντιθέσεις μιας κοινωνίας και ενός χώρου, που συνταράχτηκαν μέσα σε μερικές δεκαετίες από τη βίαιη οικονομική ανάπτυξη, τις αναταράξεις του πολιτικού εκδημοκρατισμού και τις αλλαγές της διεθνούς συγκυρίας, είτε αυτό αφορά την προσήλωση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, είτε την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Χωρίς να μειώνουν σε τίποτα την αυθεντικότητα της ελληνικής διανόησης, η οποία χαρακτηρίζεται από μια κάποια διαπερατότητα μεταξύ των επιστημονικών θεματικών και απελευθερώνει από τις ακαδημαϊκές κατηγοριοποιήσεις τόσο λυπηρές στη Δυτική Ευρώπη, αυτές οι καινούργιες προσεγγίσεις της προσδίδουν μια ασύγκριτη διάσταση της περιέλιξης ατομικών λογικών και συλλογικών μηχανισμών που δημιουργούν τελικά την ιστορία.

Αυτή είναι η κατεύθυνση του βιβλίου της Μάρης Λαυρεντιάδου όταν αναφέρεται στην εγκατάσταση των Ελλήνων Ποντίων στην ιστορική τους πατρίδα. Διαδοχικά ιστορικός, δημογράφος, ανθρωπολόγος και γεωγράφος, μας κάνει να ανακαλύψουμε, από τη Ρωσία στη Θράκη και στην Αθήνα, τόσο την εκατονταετή δύναμη των μεγάλων εποικιστικών ρευμάτων, όσο και των ατομικών επιλογών, που μαζί δημιουργούν το χώρο και διαμορφώνουν τις πολιτικές. Η ανωνυμία του πλήθους και η μοναχικότητα αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις προβάλλουν, έτσι, κάτω από το οξύ φως του ερευνητή.

Όντως, η βασική αρετή του βιβλίου της Μάρης Λαυρεντιάδου είναι να μας μυήσει στην επικαιρότητα μιας επανερχόμενης προβληματικής μέσα σε μια Ευρώπη, που ξαναανακαλύπτει, μετά από ένατέταρτο του αιώνα στασιμότητας, δικαιολογημένης από την οικονομική κρίση, την επιστροφή της μετανάστευσης. Αλλά μέσα από τους Έλληνες Πόντιους, η συζήτηση αλλάζει νόημα: οι παραδοσιακές χώρες προέλευσης, όπως η Ελλάδα, μετατρέπονται σε χώρες υποδοχής ή χώρες διέλευσης. Η εγκατάσταση παλαιότερα συνώνυμη με τη μονιμότητα, όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά ενισχύει, την κινητικότητα και τέλος, μέσα στο παιχνίδι, πάντα πολύπλοκο των διαδικασιών απώθησης και έλξης των τόπων μπλέκονται τα οικονομικά κίνητρα και τα πολιτικά σχέδια, οι πιέσεις των ομάδων και ο παλμός των ατόμων. Η διπλή ιστορική διασπορά των Ελλήνων Ποντίων, με μακρινές καταβολές στην Ελλάδα, επιστρέφοντας μετά από μια οδύσσεια που τους οδήγησε στην Κεντρική Ασία, εμφανίζεται ως αδιάψευστος μάρτυρας. Και η Μάρη Λαυρεντιάδου διαπρέπει στην ανάδειξη της ειρωνείας των καιρών. Είναι πρωταρχικά, η συνέχεια των ιστορικών λογικών: από την τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ ως τις σύγχρονες απόπειρες εγκατάστασης από τις ελληνικές κυβερνήσεις πληθυσμών σε ζώνες με στρατηγικό δημογραφικό ενδιαφέρον (Θράκη), κινητικότητες επιβαλλόμενες και αυθόρμητεςεναλλάσσονται για αυτόν το λαό-ταξιδευτή. Και πάντα το πολιτικό στοίχημα, που επιλέγει είτε να κρατήσει τους Έλληνες εκπατρισμένους σε μακρινές περιοχές, είτε να ευνοήσει την επιστροφή τους στη χώρα, συναντά τα ατομικά πεπρωμένα, παρ΄όλο που οι εποχές και οι τόποι αλλάζουν χαρακτήρα. Η οπτική της Μάρης Λαυρεντιάδου μας οδηγεί λοιπόν στο στοχασμό της εθνικής ταυτότητας, των αμφιλεγόμενων σχέσεων της με την εθνικότητα, άρα και τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα έθιμα και την ιδεολογική δέσμευση, θέση που στηρίζει πάνω σε βάσεις φανερά πιο ορθολογιστικές: σύνταξη με το μπολσεβικισμό ή αφοσίωση στις αξίες της αστικής τάξης στη Ρωσία της Οκτωβριανής Επανάστασης, υιοθέτηση της υπερκατανάλωσης στη σύγχρονη Ελλάδα. Η γεωγραφία της μετανάστευσης δεν είναι λοιπόν τίποτα άλλο παρά η κοινωνική και ιστορική διαμόρφωση του χώρου.

Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί στο βιβλίο της Μάρης Λαυρεντιάδου είναι ο ύμνος στις αφομοιωτικές αξίες της πόλης, και ιδιαίτερα της μεγάλης πόλης: η δουλειά, η εκπαίδευση, η αλληλεγγύη της ομάδας, μπορούν να εκφραστούν με πιο εποικοδομητικό τρόπο από ότι στην απομόνωση της επαρχίας στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αρετή της πυκνότητας των ανθρώπινων σχέσεων ή στην αντοχή των μηχανισμών της αστικής αφομοίωσης, οι Έλληνες Πόντιοι ξαναβρίσκουν τις λογικές που συνέστησαν τη δύναμη της αθηναϊκής ανάπτυξης στα χρόνια του 50 και του 60, όπως είναι η αποτελεσματικότητα της αντιπαροχής, η ελαστικότητα της εργασίας (ο ρόλος του πλανόδιου εμπορίου), η διατήρηση των οικογενειακών δεσμών. Αλλά και εκεί, οι εποχές έχουν αλλάξει: η προσφυγή στον πολιτικό μηχανικό, στις κατασκευαστικές εταιρείες αντικαθιστούν την επιδεξιότητα του παλιού καιρού, ενώ η χωρική επέκταση πραγματοποιείται περισσότερο προς το βορρά του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας (ορεινοί όγκοι Πεντέλης και Πάρνηθας), παρά προς στα δυτικά (Αιγάλεω) ή στα ανατολικά (Υμηττός).

Η Μάρη Λαυρεντιάδου αναδεικνύει έτσι με πρωτότυπο τρόπο αυτό που αποτελεί την επιτυχία και την πρόκληση της σύγχρονης μητρόπολης δηλαδή τη δύναμη των θέλγητρών της και την ικανότητά της να εντάσσει, όπως και την παράλληλη δυνατότητά της για χωρική και κοινωνική περιθωριοποίηση. Πρέπει να την ευχαριστήσουμε που πέρα από την ωραία ιστορία των Ελλήνων Ποντίων, συνέβαλε στην κατανόηση της σημερινής πόλης.

Guy BURGEL, ΚαθηγητήςστοΠανεπιστήμιο Paris X- Nanterre

Scroll to Top