Πρόλογος Αντώνη Κόντη

Προλογικό σημείωμα στο βιβλίο της Μάρης Λαυρεντιάδου, Να φεύγεις και να ριζώνεις, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2006.

Δομικό στοιχείο της ιστορίας του ελληνικού έθνους, ενός έθνους με μεγάλο ιστορικό βάθος, είναι η υψηλή γεωγραφική κινητικότητα ορισμένων τμημάτων του. Ποικίλλουν βέβαια σε κάθε μεταναστευτικό ρεύμα τα αίτια / κίνητρα, οι μορφές και οι επιδράσεις του. Σηματοδοτούν όμως αυτή καθεαυτή την ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους που το εντάσσουν, μαζί με το εβραϊκό, το αρμενικό και ως ένα βαθμό το ινδικό και το κινεζικό, στην κατηγορία των εθνώνμε μεγάλη διασπορά. Δεν νοείται, ως εκ τούτου,μελέτη του ελληνικού έθνους και κράτους χωρίς ανάλογη μελέτη της γεωγραφικής κινητικότηταςτων μελών του.

Σημαντικές, μέχρι την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους, γεωγραφικέςκινήσεις πραγματοποιούνται κατά την αρχαιότητα με τον αποικισμό Ελλήνων στη Μεσογειακή Λεκάνη και στον Εύξεινο Πόντο, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο με τη βίαιη μεταφορά στη Ρώμη και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με την εκδίωξη ή την αναγκαστική μετακίνηση προς τη Δύση μέρους του ελληνικού πληθυσμού.

Μετά τηνίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1828) συνεχίζονταιοι μαζικές μετακινήσεις ελληνικού πληθυσμού από και προς την ελληνική επικράτεια. Μεγάλες αποδημητικές κινήσεις εκτυλίσσονται προς στις υπερπόντιες χώρες κατά το πρώτο (1895 – 1930), κυρίως προς ΗΠΑ και κατά το δεύτερο (1955 – 1973) αποδημητικό ρεύμα με τη διαφοροποίηση ότι οι χώρες προορισμού είναι τόσο υπερπόντιες όσο και δυτικοευρωπαϊκές. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι οι οικονομικοί λόγοι μετανάστευσης.

Παράλληλα πραγματοποιούνται και μεγάλες κινήσεις παλιννόστησης και εγκατάστασης ομογενών που προσδιορίζονται όμως κυρίως από εξω-ελληνικούς παράγοντες. Στην ελληνική επικράτεια εισέρχονται και εγκαθίστανται ομογενείς μετά τη μικρασιατική καταστροφή, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της συνθήκης της Λωζάννης (1923) που ακολούθησε, μετά τιςεκδιώξεις που έγιναν από το Νάσερ από την Αίγυπτο (1952 και αργότερα) αλλά και από τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο (1955, 1964). Σ’ αυτούς προστίθενται και οι εκούσια παλιννοστούντες εργαζόμενοι από υπερπόντιες και δυτικοευρωπαϊκές χώρες Έλληνες εργαζόμενοι και πολιτικοί πρόσφυγες από τις ανατολικές χώρες.

Δύο όμως τμήματα του ελληνικού έθνους, οι Πόντιοι στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔκαι οι Βορειοηπειρώτες στην Αλβανία, εγκλωβίζονται στις χώρες αυτές εξ αιτίας των κλειστών προς τα έξω κομμουνιστικών καθεστώτων. Μετά την κατάρρευσή τους το 1999 / 2000, μεγάλο τμήμα της ελληνικής «ιστορικής διασποράς» μετακινείται και εγκαθίσταται στην ελληνική επικράτεια. Πρόκειται για «εθνικούς μετανάστες», όπως έχουν καταγραφεί στη διεθνή ειδική βιβλιογραφία – με αντιστοιχίες στο γερμανικό, φιλανδικό και εβραϊκό έθνος – με τμήματα τους να μετακινούνται εντατικά την τελευταίαεικοσαετία από την διασπορά προς την κοιτίδα τους.Εξ αιτίας της στενής σχέσης μεταξύ διασποράς και μητρόπολης διαφοροποιούνται ως προς τα αίτια και τις επιδράσεις τους μερικώς οι μετακινήσεις ομογενών μεταναστών συγκριτικά με τις μετακινήσεις αλλογενών μεταναστών.

Τις μετακινήσεις εθνικών μεταναστών εξετάζει η συγγραφέας στην παρούσα έρευνα – μελέτη με αντικείμενο την είσοδο ομογενών από τον Πόντο στην ελληνική επικράτεια μετά το 1985/6. Χωρίς να αδιαφορεί για τα αίτια και τα κίνητρα μετανάστευσής τους προς την Ελλάδα, απαραίτητο εξάλλουστοιχείο για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινομένου, εστιάζει την προσοχή της στους όρους,στις συνθήκες και στα προβλήματαεγκατάστασής τους στην Ελλάδα. Αναπόφευκτα, εκτείνει την έρευνα – μελέτη της στις κεντρικές μεταβλητές – νομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές – της διαδικασίας εισόδου, εγκατάστασης και ένταξης. Επιτυγχάνει, και επιτυχώς, να διερευνήσει σε βάθος ένα εξ ορισμού πολυσύνθετο κοινωνικό ζήτημα. Η έρευνα – μελέτη της Λαυρεντιάδου χρησιμοποιεί την εμπειρική μέθοδο, μια αποτελεσματική μέθοδο για κοινωνική έρευνα πεδίου, απόκτησης γνώσεων για ένα καίριο, σύγχρονο και ερευνητικά νέο κοινωνικό φαινόμενο.

Ανιχνεύει με μεγάλη ακρίβεια τις διεργασίες, συμπεριφορές και καταστάσεις μιας μεταναστευτικής πληθυσμιακής ομάδας που της επιτρέπει τη διατύπωση συμπερασμάτων θεωρητικού και πολιτικού περιεχομένου.

Απομυθοποιεί προσδοκίες και στόχουςπου συνοδεύουν την απόφαση για εγκατάσταση στην Ελλάδα, συχνά υπερβολικές, λόγω της εξιδανίκευσης της πατρίδας αλλά και της ελλιπούς πληροφόρησης των μελών της ελληνικής διασποράς για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Αποκαλύπτει, επίσης, την οργανωτική και προγραμματική αδυναμία, αλλά και την περιορισμένη χρηματοδοτική ικανότητα, της ελληνικής πολιτείας να επηρεάσει ουσιαστικά την ομαλή ένταξη Ποντίων στον ελλαδικό οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό ιστό. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η υπαγωγή σε σχετικά προγράμματα μόνο του 15% των εγκατασταθέντων Ποντίων στην Ελλάδα.

Ανοίγει νέους δρόμους στη διεπιστημονική προσέγγιση σύνθετωνκοινωνικών ζητημάτων με τη γόνιμη συνάντηση κοινωνικών και θετικών επιστημών. Έτσι η συγγραφέας, παρά την παιδεία της που προέρχεται από την περιοχή των θετικών επιστημών, χειρίζεται με ευχέρεια και ευαισθησία κοινωνικά ζητήματα ευπαθών ομάδων που υφίστανται τις αναμενόμενες, αλλά και τις απρόβλεπτες, συγκυριακές, δυσκολίες προσαρμογής σε ένα νέοπεριβάλλον. Αν και αυτές ποικίλουν στο χώρο και στο χρόνο εμφανίζονται σε κάθε μεταναστευτική κίνηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Θουκυδίδης για τις επιδράσεις του «λοιμού»στους πρόσφυγες στην Αθήνα το 430 π.Χ.. «Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας μετά τον άλλον η αργοπέθαιναν μέσα στους δρόμους…» (Θουκυδίδης, Ιστορία 2, Β΄52, σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου).

Συνθέτει έτσι επιτυχώς ευρήματα διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, τα οποία κάπως σχηματικά μπορούν να υπαχθούν στο γνωστικό αντικείμενο της Νέας Οικονομικής Γεωγραφίας και Ανθρωπογεωγραφίας, όταν συσχετίζει τη μορφολογία ενός χώρου με τη διαδικασία εγκατάστασης σ΄ αυτόν μιας νέας πληθυσμιακής ομάδας. Δημιουργούνται τότε κεντρόφυγες και κεντρομόλες δυνάμεις μεταφραζόμενες, στο εξεταζόμενο ζήτημα, σε έλξη και απώθηση μελών των εθνικών μεταναστών από το συγκεκριμένο χώρο. Είναι, κατά την άποψή μου, από τα πλέον ενδιαφέροντα ευρήματα της συγγραφέως. Η «κεντρομόλος δύναμη» (centripetalforces) ασκείται από το αστικό κέντρο και προσελκύει για μόνιμη παραμονή των Ποντίων στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αττικής με την προσφορά καλύτερων ευκαιριών οικονομικής και κοινωνικής ένταξης. Σ΄ αυτό συμβάλλουν επίσης τα «μεταναστευτικά δίκτυα» που αναπτύσσονται μεταξύ των νέο- και παλαιοαφιχθέντων τα οποία συνιστούν «κοινωνικό κεφάλαιο» και επιδρούν θετικά στη διαδικασία εισόδου, εγκατάστασης και ένταξης των Ποντίων. Απεναντίας, παρά τη διάθεση σ΄ αυτούς κατοικιών με ευνοϊκούς όρους, η «αναγκαστική» εγκατάστασή τους στην αγροτική και ημιαστική περιοχή της Θράκης λειτουργεί ως «κεντρόφυγος δύναμη» (centrifugalforces) λόγω απουσίας βασικών προσδιοριστικών παραγόντων (εργασία, δημόσια αγαθά, κοινωνικά δίκτυα) για μια ομαλή και αποτελεσματική ένταξη. Προφανώς δεν επαρκεί η προσφορά του «συμπληρωματικού» αγαθού της κατοικίας για μόνιμη και ομαλή εγκατάσταση.

Τέλος, η συγγραφέας, εξηγεί, με εύληπτο και ελπιδοφόρο τρόπο για μελλοντικές σχετικές έρευνες – μελέτες, τη συνθετότητατης διαδικασίας ενσωμάτωσης εθνικών μεταναστών στη Μητρόπολη ως μιας μακρόχρονης και ασυνεχούς διεργασίας. Αποδεικνύειμε πειστικότητα, αλλά και σαφήνεια, ότι η διαδικασία ένταξης προσδιορίζεται από πληθώρα οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Ιδιαίτερα αναδεικνύονται, από την μελέτη, οι πολιτισμικοί παράγοντες σε σημαντική, σχεδόν κυρίαρχη διάσταση ένταξης των Ποντίων με την έντονη εθνικοτοπική ταυτότητα.

Τη διερεύνηση ενός τόσο πολυσύνθετου κοινωνικού ζητήματος επιχειρεί η συγγραφέας με μεγάλη επιτυχία επιδεικνύοντας ερευνητική τόλμη, πρωτοτυπία και ευχέρεια εφαρμογής διεπιστημονικήςπροσέγγισης, στοιχεία που συνέτειναν στησυγγραφή μιας άρτιας μελέτης αλλά και που συμβάλλουν στην επιστημονική πρόοδο του συγκεκριμένου κλάδου.

Αντώνης Κόντης, Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Scroll to Top